- επιστολογραφία
- η1) переписка, корреспонденция; 2) эпистол ография; 3) см. επιστολάριον
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιστολογραφία — η 1. η αλληλογραφία, η επικοινωνία με επιστολές 2. η τέχνη τής συγγραφής επιστολών 3. βιβλίο που περιέχει υποδείγματα επιστολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολογράφος + επίθημα ια. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
επιστολογραφία — η 1. το να γράφει κανείς επιστολές, το να συνεννοείται με επιστολές, η αλληλογραφία. 2. η τέχνη του να γράφει κανείς καλές επιστολές. 3. βιβλίο που περιέχει υποδείγματα επιστολών ποικίλου περιεχομένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… … Dictionary of Greek
επιστολογραφικός — ή, ό (ΑΜ ἐπιστολογραφικός, ή, όν) [επιστολογράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολογραφία ή στον επιστολογράφο 2. το θηλ. ως ουσ. η επιστολογραφική η τέχνη τού να γράφει κανείς επιστολές ή επιστολογραφία … Dictionary of Greek
επιστολογραφικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολογραφία ή τον επιστολογράφο. 2. το θηλ. ως ουσ., επιστολογραφική η επιστολογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Panagiotis Moullas — (griechisch Παναγιώτης Μουλλάς, auch in der Transkription Panagiōtēs Mullas; * 1935 in Kilkis; † 11. September 2010) war ein griechischer Literaturwissenschaftler und Neogräzist sowie Professor für Byzantinistik und Neogräzistik an der… … Deutsch Wikipedia
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
αδελφικοασπάζομαι — και αδερφικοασπάζομαι 1. φιλώ αδελφικά, γλυκοασπάζομαι 2. στην επιστολογραφία χρησιμοποιείται ως χαιρετισμός μεταξύ συγγενών ή φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφικά + ασπάζομαι] … Dictionary of Greek
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
Βαλέρα ι Αλκαλά Γκαλιάνο, Χουάν — (Juan Valera y Alcalα Galliano, Κάμπρα, Κόρδοβα 1824 – Μαδρίτη 1905). Ισπανός συγγραφέας και πολιτικός. Ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο και έζησε πολλά χρόνια στο εξωτερικό: Ιταλία, Πορτογαλία, Βραζιλία, Γερμανία, Ρωσία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Αυστρία κ.α … Dictionary of Greek
Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… … Dictionary of Greek